- κατακροταλίζω
- κατακροτᾰλίζω,A make a loud rattling noise,
πόδεσσιν Call.Dian. 247
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόδεσσιν Call.Dian. 247
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατακροταλίζω — (Α) προκαλώ ισχυρό κρότο σαν να χρησιμοποιώ κρόταλα … Dictionary of Greek